Robert Brasillach



Ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ (31.3.1909- 6.2.1945) ήταν αγωνιστής του Εθνικισμού, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της Γαλλίας. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα, μελέτες, κριτικές, πολιτικά άρθρα. Έγραφε στο Action Francaise , επίσημο όργανο της ομώνυμης οργάνωσης
, ηγέτης της οποίας ήταν ο Charles Maurras με τον οποίον, μάλιστα, μαζί φυλακίστηκαν, λόγω του περιεχομένου ενός άρθρου του Μπραζιγιάκ.  Ήταν επίσης διευθυντής και συντάκτης της γαλλικής εφημερίδας «Je suis partout» («είμαι παντού»). Το 1939, μετά την κήρυξη του πολέμου από την Γερμανία, παρουσιάστηκε στο μέτωπο και πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε ως τον Απρίλιο 1941, οπότε και επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε, έχοντας συνειδητοποιήσει το λάθος της εμπλοκής της Ευρώπης σε εμφύλιο σπαραγμό και, συνεπώς, την ανάγκη συνεργασίας με την Γερμανία, στρατεύτηκε σε αυτόν τον αγώνα με σθένος. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του καθεστώτος Βισύ. . . Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Γαλλία, η μητέρα του συλλαμβάνεται και φυλακίζεται εκβιαστικά και ο ίδιος κατηγορείται για προδοσία, όπως, άλλωστε, και άλλοι πατριώτες λογοτέχνες, όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και αλλού. Η κατηγορία αφορούσε, κυρίως, στα γραπτά του και όχι τόσο σε πολιτική, πολύ περισσότερο σε πολεμική δράση. Παραδόθηκε τον Σεπτέμβριο 1944 και φυλακίστηκε στην φυλακή Fresnes, όπου και έγραψε τα «Ποιήματα από τη Φρεν» (Poemes de Fresnes)- ( που μεταφράστηκαν, το 1982, στα ελληνικά, από τον Γεώργιο Μεταξά, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, το πρώτο βιβλίο στην Ελλάδα για τον Μπραζιγιάκ και το μοναδικό έγκυρο μέχρι σήμερα), το βιβλίο «Γράμμα σε έναν στρατιώτη της κλάσης του ’60», «Σενιέ» (για τον Γάλλο ποιητή Αντρέ Σενιέ). Καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, στην απαγγελία της οποίας αντέδρασε με την φράση «Τιμή μου». Εκτελέστηκε κατά τραγική σύμπτωση την 6.2.1945, ακριβώς 11 χρόνια μετά την θρυλική αντικοινοβουλευτική συγκέντρωση εθνικιστών έξω από την Γαλλική Βουλή, με συνθήματα όπως «Κάτω η Βουλή», στην οποία δολοφονήθηκαν από την αστυνομία 22 εθνικιστές.

Μάλιστα, το τελευταίο ποίημά του, μία ημέρα πριν από την εκτέλεσή του αναφέρεται στους νεκρούς της 6.2.1934.


 (φώτο απο την δίκη του)
Την αυγή της 6.2.1945 ένα φωτισμένο πνεύμα, ένας μαχητής της Ευρωπαϊκής Ιδέας, δεμένος σε έναν πάσσαλο κοιτάζει προς τον ήλιο και προλαβαίνει να φωνάξει « Ζήτω η Γαλλία», προτού οι σφαίρες της δημοκρατίας τον δολοφονήσουν. Είχε πει: « Λένε πως τον θάνατο, όπως και τον ήλιο δεν μπορεί κανείς να τους αντικρύσει κατάματα. Εν τούτοις προσπάθησα».




Το παρακάτω άρθρο αναφέρεται στην ποίηση του εθνικισμού. Το ότι σε κάποιο σημείο ο Μπραζιγιάκ μιλά για την ανάγκη απαλλαγής των Γάλλων από το «ελληνολατινικό σύμπλεγμα» δεν πρέπει να παρερμηνευθεί. Ο Μπραζιγιάκ ήταν λάτρης της Ελλάδας, λάτρης του Ελληνικού πνεύματος, ένα μάλιστα από τα έργα του ήταν το « Ανθολογία της Ελληνικής Ποιήσεως». Απλά ο Μπραζιγιάκ τόνιζε την ανάγκη κάθε λαού, συνεπώς και του γαλλικού, να αντλήσει έμπνευση πρώτα από όλα από την δική του παράδοση. Το άρθρο έχει μεταφραστεί από τον Βασίλειο Φράγκο.




ΡΟΜΠΕΡ ΜΠΡΑΖΙΓΙΑΚ: «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ»



Κείμενο που δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο πολιτικό, λογοτεχνικό και σατιρικό περιοδικό ''Notre Combat'' (Ο Αγώνας μας), ειδικό τεύχος '42, Απρίλιος 1942.

Κανένα μεγάλο πολιτικό κίνημα δεν μπορεί να προσπεράσει τη δοκιμασία της ποίησης. Δεν υπάρχει μεγάλο πολιτικό κίνημα που να μην είναι εν μέρει και ποιητικό κίνημα.

Εννοείται ότι αυτοί οι δυο ισχυρισμοί δεν σημαίνουν ότι κάθε λογοτεχνική σχολή γεννιέται και με ένα νέο καθεστώς, αλλά ότι ένα ζωντανό καθεστώς συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά και τη δική του στάση ζωής, και ότι στις συλλογικές του τελετές και στην συλλογική του τέχνη, μπορεί να δει κανείς να ξεπροβάλλει μια αισθητική εντύπωση σε συμφωνία με την πολιτική του ιδεολογία. Αυτό ίσχυε για την αρχιτεκτονική του Λουδοβίκου του 14ου και για τον σοβιετικό κινηματογράφο. Αυτό ισχύει σήμερα και για την εθνικοσοσιαλιστική τέχνη.

Η γαλλική Τρίτη Δημοκρατία ήταν ένα νεκρό καθεστώς, διότι ήταν ένα αντιαισθητικό καθεστώς, το οποίο δεν δημιούργησε τίποτα, του οποίου οι διευθύνοντες ζούσαν σε κτήρια ''κατά τον παλιό ρυθμό'' και μέγαρα απομιμήσεις και επειδή τίποτα στις τελετές του δεν είχε το παραμικρό στυλ.

Δεν υπάρχει επ’ ουδενί πραγματικός εθνικισμός που να μην ανυψώνει πάνω κι απ’ την ίδια τη θεωρία και τη δράση, ένα είδος μυστηριακής αύρας, στην οποία να καθρεφτίζονται όλες οι δυνάμεις της φυλής. Στον ιταλικό φασισμό και ποιος δεν μπορεί να δει πόσο μεγάλη θέση κατέχει το Impero και τα αναθηματικά σχήματα που αναδύονται από το ρωμαϊκό παρελθόν ; Και στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, στις τεράστιες ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές τελετές του, δεν ξαναβρίσκουμε πρώτα απ’ όλα το παλαιό γερμανικό άσμα του λιωσίματος του μετάλλου, της φωτιάς και του δάσους; Παντού, όπου τα έθνη θέλησαν να εγερθούν απ’ το λήθαργό τους, στράφηκαν προς το πιο μακρινό παρελθόν και το ανέστησαν, όχι με μουσειακό τρόπο, αλλά με τον τρόπο μιας παντοτινά ζωντανής θρησκείας. Ιδίως ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, χωρίς αμφιβολία, κατάφερε με το ''ποιητικό'' του έργο να κάνει το σύνολο των πιο απίθανων θεαμάτων της εποχής μας. Η προπολεμική Νυρεμβέργη με τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους την νύχτα υπό το φως τον προβολέων, τα πλήθη που ξεχύνονταν σαν φαιοκόκκινα ποτάμια, οι θεοί του σταδίου, οι στρατιώτες, συνθέτουν στις αναμνήσεις μας την πιο εκθαμβωτική ταινία που θα μπορούσε να υπάρξει. Και αυτό ήταν όμορφο, όχι μόνο από την τέχνη που ξεδιπλωνόταν εκεί, αλλά επειδή αυτή η τέχνη σήμαινε κάτι. Συνεχώς φαίνονταν να ενσαρκώνονται οι δυνάμεις του αίματος και της γης και το ωραίο δεν ήταν ποτέ αντικείμενο λογιότητας. Έτσι ,μέσα στα όρια της παλιάς μεσαιωνικής πόλης, το παρόν τείνοντας το χέρι στο μέλλον, έτεινε κι άλλο ένα χέρι και προς το παρελθόν, και ολόκληρη η Γερμανία έμοιαζε να είναι παρούσα.

Εμείς που δεν θέλουμε επ’ ουδενί να αντιγράψουμε, εμείς που δεν θέλουμε επ’ ουδενί να μιμηθούμε, αλλά που ξέρουμε να αναγνωρίζουμε σε κάθε ιδιαίτερη εμπειρία το καθολικό δίδαγμα που περιλαμβάνεται σε αυτήν, τι συμπεράσματα οφείλουμε να βγάλουμε; Κι εμείς, εάν είχαμε ένα Κράτος, θα μπορούσαμε να έχουμε τη δική μας εθνική και σοσιαλιστική ποίηση. Όχι αναβιώνοντας χαριτωμένους και ξεπερασμένους θρύλους για τους λάτρεις του φολκλόρ, όχι καταγράφοντας τραγούδια της επαρχίας, αλλά παίρνοντας ως παράδειγμα τους αναστημένους λαούς, ώστε να περάσουμε την ιστορία στο παρόν. Μα είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Δεν ξέρω, διότι εδώ πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα. Πρέπει το σχολείο, πρέπει η εκπαίδευση να προετοιμάσουν την κατανόηση της ουσίας των γαλλικών τελετών που θα θέλαμε. Ίσως θα έπρεπε να απαλλαγούμε και από το ελληνο-λατινικό σύμπλεγμα που κάνει ένα Γάλλο ποιητή να θεωρεί τους αργοναύτες πιο φυσικούς από τις σταυροφορίες, και τη Ζαν Ντ'Αρκ, τον Ντυ Γκελέν ή την Σαρλόττ Κορνταί λιγότερο προσιτούς από την Φαίδρα, τον Καίσαρα και την Αντιγόνη. Πρέπει να επιστρέψουμε στις πραγματικές πηγές της φυλής μας και αυτό είναι μια τεράστια δουλειά.

Όμως, είναι βέβαιο ότι η εθνικοσοσιαλιστική εμπειρία θα έχει στην εποχή μας την ιδιαίτερη τιμή να κάνει τις μάζες να αντιληφθούν την αίσθηση του ωραίου, την οποία έμοιαζαν να έχουν χάσει. Οι μίζεροι σοσιαλιστές, στον 19ο αιώνα, ονειρεύονταν ''μαζικά θεάματα'' και καταντήσαμε να ανεβαίνουν από ηθοποιούς της Comédie-Française κάτι μουχλιασμένα έργα του Ρομαίν Ρολλάν, όταν δεν ήταν του Ζαν-Ρισάρ Μπλος. Όμως, τα πραγματικά μαζικά θεάματα ήταν στη Νυρεμβέργη, όπου καθένας συμμετείχε σε μια ενέργεια συλλογικής ομορφιάς τόσο δυνατής, όσο δυνατή μπορούσε να είναι μια θρησκευτική τελετή στο μεσαίωνα ή την αρχαία Ελλάδα. Ό,τι είχε εξαφανιστεί από την γηραιά Ευρώπη, από την Αναγέννηση και έπειτα, ανασταινόταν με μια δύναμη που πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε. Αυτό ήταν αναμφίβολα ένα μέσο που εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο την εθνική υπόθεση. Δεν είναι και ένα δίδαγμα για το μέλλον;

Ρομπέρ Μπραζιγιάκ 
Μετάφραση Βασίλειος Φράγκος


  thulebooks.gr